- υποϊσχάνω
- Α(ποιητ. τ.) κρατώ κάτι αποκάτω, υπέχω («ᾧ ὑπὸ μαζῷ μάργος Ἔρως λαιῆς ὑποΐσχανε χειρὸς ἀγοστόν», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἰσχάνω «κρατώ», άλλος τ. αντί τού ἴσχω / ἔχω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.